- ἐφέτειος
- ἐφέτειος, ον,A = ἐπέτειος, of one year's standing,
ἐφηβεύσαντες BCH 11.86
([place name] Apollonis); of animals, yearling, Arch.Pap.5.394 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐφηβεύσαντες BCH 11.86
([place name] Apollonis); of animals, yearling, Arch.Pap.5.394 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφέτειος — ἐφέτειος, ον (Α) πάπ. 1. αυτός που γίνεται μέσα στο τρέχον έτος 2. (για ζώα) αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, ο χρονιάρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐφέτος + κατάλ. ειος, κατά τα έτειος, επέτειος] … Dictionary of Greek